περιτορνεύω

περιτορνεύω
και περιτορεύω ΝΑ
1. τορνεύω κάτι γύρω γύρω, καθιστώ κάτι στρογγυλό χρησιμοποιώντας τον τόρνο
2. φιλοτεχνώ, κατασκευάζω προσεκτικά γύρω από κάτι («θνητὸν σῶμα αὐτῇ περιετόρνευσαν», Πλάτ.)
3. καθιστώ περίτεχνο κάτι
4. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) περιτετορευμένος, -η, -ο
περίκομψος, περίτεχνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + τορ(ν)εύω (< τόρνος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • περιτορνεύουσαν — περιτορνεύω turn as in a lathe pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιτορεύω — βλ. περιτορνεύω …   Dictionary of Greek

  • ՃԱԽԱՐԱԿԵՄ — (եցի.) NBH 2 0165 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 11c, 12c ն. ՃԱԽԱՐԱԿԵՄ որ եւ ՇՈՒՐՋ ՃԱԽԱՐԱԿԵԼ. περιτορνεύω circumtorno. Ճախարակաւ հարթել, ողորկել, բոլորշի գործել. ջարխէ քաշել, կոկել, կըկլօր կամ բիւրիւզսիւզ ընել …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”