- περιτορνεύω
- και περιτορεύω ΝΑ1. τορνεύω κάτι γύρω γύρω, καθιστώ κάτι στρογγυλό χρησιμοποιώντας τον τόρνο2. φιλοτεχνώ, κατασκευάζω προσεκτικά γύρω από κάτι («θνητὸν σῶμα αὐτῇ περιετόρνευσαν», Πλάτ.)3. καθιστώ περίτεχνο κάτι4. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) περιτετορευμένος, -η, -οπερίκομψος, περίτεχνος.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + τορ(ν)εύω (< τόρνος)].
Dictionary of Greek. 2013.